- σάνδυξ
- (I)-υκος και σάνδιξ, -ικος, ἡ, Αλαμπερό ερυθρό χρώμα2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου τού ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. sindūram «κόκκινο χρώμα», ασσυριακό samtu, sandu «είδος κόκκινης πέτρας» και πιθ. με την λ. σανδαράκη*. Την λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sandyx)].————————(II)-υκος, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) μικρή θήκη, σεντουκάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., η οποία μάλλον δεν πρέπει να συνδεθεί με το σάνδυξ (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.